τηθυνάκιον

τηθυνάκιον
τηθυνάκιον, τό, Dim. of τήθυον, Epich.42 ([full] τηθύνια Meineke, Kaibel; but τήθυα, κτένια ([place name] Ahrens) is prob. cj.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηθυνάκιον — τὸ, Α μικρό τήθυον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τ. σχηματισμένος από τη λ. τήθυον / τήθεον «είδος μαλακίων» μέσω ενός αμάρτυρου τ. *τηθ ύνη (πρβλ. χελ ύνη) με υποκορ. κατάλ. άκιον κατά το ὀστρ άκιον. Είναι, όμως, πιθ. να πρόκειται για εσφ. γρφ.] …   Dictionary of Greek

  • τηθυνάκια — τηθυνάκιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηθύνιον — τὸ, Α μικρό τήθυον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τήθυον / τήθεον «είδος μαλακίων». Ο τ. έχει προταθεί ως διόρθωση τού τ. τηθυνάκιον (για τον σχηματισμό βλ. λ. τηθυνάκιον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”